- συμμετεωρισθεῖσαν
- συμμετεωρίζομαιto be raised together withaor part mp fem acc sgσυμμετεωρίζομαιto be raised together withaor part pass fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμετεωρίζομαι — ΜΑ μσν. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι μαζί με άλλον αρχ. 1. υψώνομαι ταυτόχρονα με άλλον («τῷ μετεωρισμῷ τοῡ ἐδάφους συμμετεωρισθεῑσαν καὶ τὴν θάλασσαν», Στράβ.) 2. (για την αναπνοή) γίνομαι κατ επιπολήν συγχρόνως 3. μτφ. είμαι ανήσυχος ταυτόχρονα… … Dictionary of Greek